- συκοφαντοῦνται
- σῡκοφαντοῦνται , συκοφαντέωto be apres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράκυψις — ἡ, Α [παρακύπτω] 1. το να σκύβει κανείς προς τα πλάγια προκειμένου να δει προς το εσωτερικό ενός χώρου 2. παροιμ. φρ. «ὄνου παράκυψις» λέγεται για άτομα που περιπαίζονται ή συκοφαντούνται από όλους … Dictionary of Greek